αἰγίνομος

αἰγίνομος
αἰγίνομος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αιγίνομος — αἰγίνομος, ον (Α) αυτός που τρώγεται από τις κατσίκες «αἰγίνομος βοτάνη» (Α. Π. 9, 217), χορτάρι που τό τρώνε οι κατσίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ. –γὸς + νομος < νέμομαι] …   Dictionary of Greek

  • αιγινόμος — αἰγινόμος, ον (και αἰγονόμος) (Α) αυτός που βόσκει κατσίκες, ο αιγοβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, γὸς + νόμος < νέμω, «βόσκω»] …   Dictionary of Greek

  • αἰγινόμος — feeding goats masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγινόμον — αἰγινόμος feeding goats masc/fem acc sg αἰγινόμος feeding goats neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγινόμων — αἰγίνομος masc/fem/neut gen pl αἰγινόμος feeding goats masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγίνομον — αἰγίνομος masc/fem acc sg αἰγίνομος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγινόμοι — αἰγινόμος feeding goats masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • Αιγινομεύς — αἰγινομεύς, ο (Α) ο αιγινόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, γὸς + νομεύς, «βοσκός» < νέμω] …   Dictionary of Greek

  • αιγονόμος — αἰγονόμος, ον (Α) ο αιγινόμος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”